Page 87 - VOCALECT(Teacher Flipbook)
P. 87
απομείνει, να αναγνωρίσουν την Οθωμανική επικυριαρχία και να πληρώνουν φόρους. Αυτή η
κατάσταση συνεχίσθηκε μέχρι την ήττα των Οθωμανών στη Μάχη της Άγκυρας το 1402, μετά την
οποία η Οθωνανική ισχύς για κάποιο διάστημα περιορίστηκε. Οι Οθωμανικές εισβολές στο Μωριά
επαναλήφθηκαν υπό τον Τουραχάν μπέη μετά το 1423. Πασρά την ανακατασκευή του Εξαμιλίου
τείχους στον Ισθμό της Κορίνθου οι Οθωμανοί υπό το Μουράτ Β΄ το παραβίασαν το 1446,
αναγκάζοντας τους Δεσπότες του Μωρέα να αναγνωρίσουν εκ νέου την Οθωμανική επικυριαρχία,
όπως και πάλι υπό τον Τουραχάν το 1452 και το 1456. Μετά την κατάληψη του Δουκάτου των
Αθηνών το 1456, οι Οθωμανοί κατέλαβαν το ένα τρίτο της Πελοποννήσου το 1458 και ο
σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ εξάλειψε τα υπολείμματα του Δεσποτάτου το 1460. Το τελευταίο
Βυζαντινό οχυρό, το Κάστρο του Σαλμενίκου, υπό το διοικητή του Γραίτζα Παλαιολόγο άντεξε
μέχρι τον Ιούλιο του 1461. Μόνο τα Βενετικά φρούρια της Μεθώνης, Κορώνης, Ναβαρίνου,
Μονεμβασιάς, Αργους και Ναυπλίου παρέμειναν εκτός του ελέγχου των Οθωμανών.
Οθωμανική περίοδος
Τα Βενετικά φρούρια καταλήφθηκαν με μια σειρά Βενετοτουρκικών πόλεμων, με τον πρώτο
(1463-1479) με πολλές μάχες στην Πελοπόννησο και αποτέλεσμα την απώλεια του Αργους, ενώ η
Μεθώνη και η Κορώνη έπεσαν το 1500, κατά το δεύτερο πόλεμο (1499-1503). Η Κορώνη και η
Πάτρα καταλήφθηκαν σε μια εκστρατεία-σταυροφορία το 1532, υπό το Γενοβέζο ναύαρχο Αντρέα
Ντόρια, που προκάλεσε όμως άλλον ένα πόλεμο (1537-1540), κατά τον οποίο χάθηκαν οι
τελευταίες Βενετικές κτήσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Μετά την Οθωμανική κατάκτηση η χερσόνησος έγινε επαρχία (σαντζάκι) με 109 ΄΄ζιαμέτια΄΄ και
342 τιμάρια). Κατά την πρώτη περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας (1460-1687) η πρωτεύουσα
ήταν πρώτα στην Κόρινθο (Τουρκικά Γκερντές), αργότερα στο Λεοντάρι (Λονταρί), στο Μυστρά
(Μισιστιρέ) και τελικά στο Ναύπλιο (Αναμπολί). Για κάποιο διάστημα στα μέσα του 17ου αιώνα ο
Μωριάς έγινε το κέντρο ενός ξεχωριστού βιλαετίου με πρωτεύουσα την Πάτρα (Μπαλιμπαντρά).
Μέχρι το θάνατο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή το 1570, ο Χριστιανικός πληθυσμός ( που
αριθμούσε περίπου 42.000 οικογένειες γύρω στα 1550) κατάφερε να διατηρήσει ορισμένα
προνόμια και ο εξισλαμισμός ήταν αργός, κυρίως μεταξύ των Αλβανών ή των γαιοκτημόνων, που
ήταν ενσωματωμένοι στο Οθωμανικό φεουδαρχικό σύστημα. Αν και σύντομα κατάφεραν να
ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος των γόνιμων γαιών, οι Μουσουλμάνοι παρέμεναν διακριτή
μειονότητα. Οι Χριστιανικές κοινότητες διατήρησαν μεγάλο βαθμό αυτοδιοίκησης, αλλά ολόκληρη
η Οθωμανική περίοδος χαρακτηριζόταν από τη φυγή του χριστιανικού πληθυσμού από τις πεδιάδες
στα βουνά. Αυτό προκάλεσε τη δημιουργία των κλεφτών, ένοπλων ληστών και ανταρτών, στα
βουνά και τον αντίστοιχο θεσμό των χρηματοδοτούμενων από την κυβέρνηση αρματολών, για να
ελέγχουν τη δράση των κλεφτών.
Με την έκρηξη του ΄΄Μεγάλου Τουρκικού Πολέμου΄΄ (1683-1699), οι Βενετοί υπό το Φραντσέσκο
Μοροζίνι κατέλαβαν ολόκληρη τη χερσόνησο το 1687, γεγονός που αναγνωρίσθηκε από τους
Οθωμανούς με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699). Οι Βενετοί ίδρυσαν την επαρχία τους ως
΄΄Βασίλειο του Μωρέα΄΄ (Ιτ. Regno di Morea), αλλά η διοίκησή τους αποδείχθηκε αντιλαϊκή και
όταν οι Οθωμανοί εισέβαλαν στη χερσόνησο το 1715, οι περισσότεροι ντόπιοι Έλληνες τους
καλοσώρισαν. Η Οθωμανική ανακατάληψη ήταν εύκολη και σύντομη και αναγνωρίσθηκε από τη
Βενετία με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς το 1718.
Η Πελοπόννησος τώρα έγινε ο πυρήνας του Βιλαετίου του Μορέα, με επικεφαλής τον Μορά
βαλεσί, που μέχρι το 1780 ήταν Πασάς πρώτης τάξεως (με τρεις αλογοουρές) και είχε τον τίτλο
του βεζίρη. Μετά το 1780 και μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821 επικεφαλής της επαρχίας
ήταν ένας μουχασίλ. Τον πασά του Μωρέα συνέδραμε αριθμός κατώτερων αξιωματούχων, μεταξύ
87