Page 94 - VOCALECT(Teacher Flipbook)
P. 94

Ο πληθυσμός της πόλης του Ηρακλείου σύμφωνα με τις απογραφές:

Απογραφή   1900  1928  1951  1961  1971  1981  1991            2001  2011

Πληθυσμός  19.582 33.404 51.144 63.458 77.506 101.634 115.124 130.914[1] 140.730

Ιστορία

Το Ηράκλειο βρίσκεται στα βόρεια παράλια της Κρήτης, έναντι της νησίδας Δίας, στο ίδιο
ακριβώς σημείο που βρισκόταν κατά την αρχαιότητα το δυτικότερο από τα τρία επίνεια
της Κνωσού που την περίοδο του μινωικού πολιτισμού είχε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση
πληθυσμού στην Κρήτη φέροντας ίδιο όνομα προς τιμή αρχαίου ιερού ναού του Ηρακλέους [2]

Στους αιώνες που ακολούθησαν το Ηράκλειο παρέμεινε μικρό και άσημο μέχρι
το 823 που Άραβες Σαρακηνοί υπό τον Αμπού Χαφέζ κατέλαβαν τη Κρήτη και κατέστρεψαν
την μέχρι τότε πρωτεύουσα της νήσου Γόρτυνα. Αναζητώντας τότε μια νέα παράλια πόλη για
ορμητήριό τους επέλεξαν την περιοχή Ηρακλείου το οποίο και άρχισαν να οχυρώνουν το
επόμενο έτος 824. Έχτισαν μεγάλο οχυρό (τμήμα του οποίου σώζεται μέχρι σήμερα, εντός της
πόλης, πίσω από νεότερες κατασκευές επί τμημάτων των οδών Χάνδακος, Δαιδάλου και
λιμένα[3]), με μια περιμετρική μεγάλη τάφρο. Από την οχυρωματική εκείνη τάφρο, που
εκτεινόταν από θάλασσα σε θάλασσα, οι Σαρακηνοί ονομάτισαν την πόλη αυτή Rabdh-el-
Khandak (= φρούριο της τάφρου), ή απλούστερα Χάντακ, καθιστώντας την ορμητήριο των
πειρατικών τους δραστηριοτήτων. Η συνεχής όμως πειρατική δραστηριότητα των Σαρακηνών
αυτών που μαζί με Μικρασιάτες πειρατές της Κιλικίας λυμαίνονταν τα νησιά και τις ακτές του
Αιγαίου και της Μεσογείου γενικότερα, έχοντας καταστήσει τον Χάνδακα αποθήκη πειρατικής
λείας και κέντρο αγοραπωλησίας αιχμαλώτων, σκλαβοπάζαρο, ιδίως γυναικών και παιδιών
εξόργισε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Φυσικό ήταν η Βυζαντινή (Ανατολική Ρωμαϊκή)
πολιτική να επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στην ανακατάληψη της Κρήτης. Μετά από
κάποιες αποτυχημένες απόπειρες, όπως π.χ. εκείνη του Γογγύλη, η Βασιλεύουσα αποφάσισε να
τελειώνει με την υπόθεση της Κρήτης. Επί βασιλείας Ρωμανού Β΄ και πρωθυπουργίας Ιωσήφ
Βρίγγα, ανατέθηκε στον Μάγιστρο Νικηφόρο Φωκά (τον μετέπειτα Αυτοκράτορα) η
προετοιμασία και ηγεσία της εκστρατείας.[4]

Έτσι οι Βυζαντινοί τον Ιούλιο του 960, αποβιβάζονται στον κόλπο του Ηρακλείου, 3 χλμ
δυτικά της πόλης, όπου μετά από οκτάμηνη πολιορκία, στις 6 Μαρτίου του 961 επιτέθηκαν
στην πόλη. Οι δυνάμεις του Νικηφόρου Φωκά, προβαίνοντας σε σφαγές λεηλάτησαν και
έκαψαν την πόλη δίνοντας τέλος στο λεγόμενο Εμιράτο της Κρήτης. Στην αρχή η πρωτεύουσα
της Κρήτης μεταφέρθηκε στον οχυρό δίκορφο λόφο κοντά στον σημερινό Προφήτη Ηλία, ο
οποίος έγινε γνωστός ως Τέμενος. Όμως, η νέα τοποθεσία δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες μιας
πόλης, και έτσι άρχισε πάλι η εγκατάσταση στα ερείπια της αραβικής πόλης και εξελλήνισαν το
όνομά της σε Χάνδαξ.[5] Ο Νικηφόρος Φωκάς μερίμνησε για την εγκατάσταση στην Κρήτη
ευγενών οικογενειών από τη Βασιλεύουσα για την εξύψωση του φρονήματος των Κρητών και
τη σύσφιξη των δεσμών με το Κράτος της Βασιλίδας. Την αυτή πολιτική επικυρώνει το
Διάταγμα του Αλεξίου Β΄. Κομνηνού (1182) με το οποίο εγκαθίστανται επίσημα [6] στην
Κρήτη [7], oι Αρχοντικές (Αρχηγικές) Οικογένειες, των γνωστών "Δώδεκα (12)
Αρχοντόπουλων" δηλ. των Ιωάννη Φωκά (που επί Ενετοκρατίας το όνομα εξελίχθηκε σε
Καλλέργη), Κωνσταντίνου Βαρούχα, Μαρίνου Σκορδύλη, Λέοντα Μουσούρου, Φίλιππου
Γαβαλά, Ανδρέα Μελισσηνού, Θωμά Αρχολέο (Αρχολέοντος), Δημητρίου Βλαστού,
Ευστρατίου Χορτάτζη, Νικηφόρου Αργυρόπουλου, Λουκά Λίτινα και Ματθαίου Καφάτου
(Καλαφάτη). Μετά από αυτή την προσάρτηση ο Χάνδακας παρέμεινε πρωτεύουσα της Κρήτης,
έδρα του Γενικού Διοικητή που έφερε το βυζαντινό τίτλο "Δουξ" καθώς και μητροπολιτική
έδρα. Την ίδια περίπου εποχή κτίζεται και ο ναός του Αγίου Τίτου (πρώτου επισκόπου Κρήτης)
που είχε καταστραφεί προηγουμένως από τους Σαρακινούς.

                             94
   89   90   91   92   93   94   95   96   97   98   99